ποιητοῖο

ποιητοῖο
ποιητός
made
masc/neut gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • PASTAS — Graece Παςτὰς, quoque dicta est porticus ante Aedem, quae alias πρόδομος, πρόναος, προςτὰς, πρόςτοος, et in Templis Christianorum Νάρθηζ. Apollonius Argonauticῶν l. 1. καλῆς διὰ παςτάδος εἶσιν ἄγουσα. pro προδόμου διὰ ποιητοῖο, ut eum in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός …   Dictionary of Greek

  • πύκα — Α επίρρ. 1. συμπαγώς, στερεά («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. συνετά, φρόνιμα, μυαλωμένα 3. με προσοχή, επιμελώς («πύκα δ ἔτρεφε δῑα Θεανώ», Ομ. Ιλ.) 4. φρ. «θάλαμος πύκ ἐβάλλετο» τον θάλαμο χτυπούσαν πάμπολλα και συχνά βέλη (Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”